Καταπέλτης
Το καλοκαίρι του 2001 είχαμε μόνο μια εβδομάδα κοινές διακοπές με τον Μάνο. Πήγαμε στη Σκόπελο και στη συνέχεια, το δικό του υπόλοιπο, θα το περνούσε στα Χανιά.
Τη μέρα που επρόκειτο να ταξιδέψει πήγαμε μαζί στο λιμάνι του Πειραιά. Το πλοίο της ΑΝΕΚ -Λατώ το έλεγαν;- έφευγε στις εννέα το βράδυ. Ήταν Αύγουστος, αρχές, αν θυμάμαι, επειδή στις εννέα δεν είχε σκοτεινιάσει εντελώς. Υπήρχε ακόμα μια υποψία φωτός. Το μούχρωμα.
Φτάσαμε στην ώρα μας, κάπου οκτώ ίσως, οκτώ και τέταρτο; αποχαιρετιστήκαμε, μπήκε στο καράβι, τακτοποίησε τα πράγματα του και τη γωνιά όπου θα περνούσε τη νύχτα με το σλίπινγκ μπαγκ μέχρι να πιάσει λιμάνι κατά τις έξι το πρωί και βγήκε στην πρύμνη. Εκείνος από ψηλά και εγώ από την προβλήτα, τα λέγαμε με νοήματα ή με τη φωνή μας δυνατή, αφού η βουή του λιμανιού σκέπαζε τον ήχο κάθε ομιλίας.
Κατά τις εννιά παρά δέκα είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και εγώ σκεπτόμουν ότι ίσως δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα να γυρίσω πίσω με τα πόδια μόνη μου, είκοσι τόσο χρονώ κοπέλα τότε, από τον Άγιο Διονύσιο μέχρι τον σταθμό του Ηλεκτρικού, κάνα τέταρτο με τα πόδια. Είναι η ψευδαίσθηση της εγγύτητας που δημιουργεί η ορατότητα ενός σημείου από ένα άλλο, με το οποίο βρίσκονται στην ίδια ευθεία. «Α, το βλέπω το σημείο από τον σταθμό, άρα δεν είναι μακριά». Yeah, right. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Λευκό Πύργο. Και ενώ η σκέψη ίσα που είχε αρχίσει να στριφογυρίζει πέριξ του κεφαλιού μου κάπως όπως η Τίνκερμπελ, βλέπω να καταφτάνει τύπος αλαφιασμένος την τελευταία στιγμή και ενώ ο καταπέλτης ίσα που είχε αρχίσει να σηκώνεται. Πηδάει από τη μηχανή που τον έφερε και φωνάζει με όλη του τη δύναμη «Εεε!!». Τα δύο μέλη του πληρώματος που στέκονταν αριστερά και δεξιά στην μπουκαπόρτα, τού έκαναν νόημα με τα χέρια και του φώναξαν «έλα, έλα!». Πετάει ο τύπος το σακ βουαγιάζ του στον αέρα, το οποίο έκανε μια τσουλήθρα πέφτοντας από τον κεκλιμένο καταπέλτη στο εσωτερικό του καραβιού και δίνει μια και πηδάει και εκείνος και καταφέρνει και πιάνει μπρούμυτα με τον μισό του κορμό και τους αγκώνες λυγισμένους την επιφάνεια του καταπέλτη. Τον έπιασαν τα μέλη του πληρώματος και τον βοήθησαν να μπει και ο υπόλοιπος και σιγά σιγά, και συνέχισε ο καταπέλτης να κλείνει και όλοι μαζί μάλλον έκαναν τσουλήθρα προς το γκαράζ του καραβιού, σύμφωνα με τους νόμους της βαρύτητας. Μόλις έκλεισε ο καταπέλτης και ακούστηκε το «κλακ» του μετάλλου στην πόρτα και ενώ το βαπόρι είχε απομακρυνθεί πια κάνα δυό μέτρα από την προβλήτα, σταματάει ένα ταξί και βγαίνει μια κυρία αλαφιασμένη κάνοντας με τα χέρια της νόημα «Γυρίστε πίσω! Γυρίστε πίσω!». Yeah, right. Έπιανε το κεφάλι της, μετά, και τα μαλλιά της που έχασε το πλοίο τελευταία στιγμή και δεν ξέρω τί απέγινε αυτή, έβρισε τον ταξιτζή, ίσως. Μετά από αυτό το θεαματικό, κινηματογραφικό περιστατικό και αφού κάναμε μια γκριμάτσα «είδες, ε;» με τον Μάνο, πήρα τον δρόμο της επιστροφής για τον Ηλεκτρικό. Δεν είχαν τότε κάμερες τα κινητά, αλλά επειδή είμαι μανούλα στην περιγραφή και όχι τυχαία βραβευμένη δημοσιογράφος, είμαι σίγουρη ότι έχετε κάνει εικόνα τα όσα περι-γράφω.
Κατά καιρούς διηγούμην το περιστατικό αυτό ως κάτι πραγματικά απίθανο και σπάνιο να συμβεί και πραγματικά μου είχε κάνει εντύπωση το θάρρος του ανθρώπου αυτού που δεν το’βαλε κάτω και ακόμη και την τελευταία στιγμή, έκανε την προσπάθεια και τελικά τα κατάφερε. Τη βοήθεια των μελών του πληρώματος τη θεώρησα δεδομένη. Μέχρι χθες.